| Deutsch | Griechisch |
1 | Grundstufe (Positiv) | θετικός βαθμός  |
2 | Steigerungsstufe (Komparativ) | συγκριτικός (βαθμός)  |
3 | Höchststufe (Superlativ) | υπερθετικός (βαθμός ) |
4 | groß | μεγάλος (θηλ: μεγάλη, ουδ: μεγάλο)  |
5 | größer | μεγαλύτερος (θηλ: μεγαλύτερη, ουδ: μεγαλύτερο)  |
6 | am größten | μέγιστος (θηλ: μέγιστη, ουδ: μέγιστο)  |
7 | klein | μικρός (θηλ: μικρή, ουδ: μικρό)  |
8 | kleiner | μικρότερος (θηλ: μικρότερη, ουδ: μικρότερο)  |
9 | am kleinsten | ελάχιστος (θηλ: ελάχιστη, ουδ: ελάχιστο)  |
10 | lang | μακρύς (θηλ: μακριά, ουδ: μακρύ)  |
11 | länger | μακρύτερος (θηλ: μακρύτερη, ουδ: μακρύτερο)  |
12 | am längsten | ο μακρύτερος (θηλ: η μακρύτερη, ουδ: το μακρύτερο )  |
13 | kurz | κοντός (θηλ: κοντή, ουδ: κοντό)  |
14 | kürzer | κοντύτερος (θηλ: κοντύτερη, ουδ: κοντύτερο)  |
15 | am kürzesten | κοντύτατος (θηλ: κοντύτατη , ουδ: κοντύτατο)  |
16 | gut | καλός (θηλ: καλή, ουδ: καλό)  |
17 | besser | καλύτερος (θηλ: καλύτερη, ουδ: καλύτερο)  |
18 | am besten | κάλλιστος (θηλ: κάλλιστη, ουδ: κάλλιστο)  |
19 | schlecht | κακός (θηλ: κακή, ουδ: κακό)  |
20 | schlechter | χειρότερος (θηλ: χειρότερη, ουδ: χειρότερο)  |
21 | am schlechtesten | κάκιστος (θηλ: κάκιστη, ουδ: κάκιστο)  |
22 | viel | πολύς (θηλ: πολλή , ουδ: πολύ)  |
23 | mehr | περισσότερος (θηλ: περισσότερη, ουδ: περισσότερο)  |
24 | am meisten | ο πιο πολύς (θηλ: η πιο πολλή, ουδ: το πιο πολύ)  |
25 | wenig | λίγος (θηλ: λίγη, ουδ: λίγο)  |
26 | weniger | λιγότερος (θηλ: λιγότερη, ουδ: λιγότερο)  |
27 | am wenigsten | ελάχιστος (θηλ: ελάχιστη, ουδ: ελάχιστο)  |
28 | schön | όμορφος (θηλ: όμορφη, ουδ: όμορφο)  |
29 | schöner | ομορφότερος (θηλ: ομορφότερη, ουδ: ομορφότερο)  |
30 | am schönsten | ο ομορφότερος (θηλ: η ομορφότερη , ουδ: το ομορφότερο)  |
31 | mächtig | ισχυρός (θηλ: ισχυρή, ουδ: ισχυρό)  |
32 | mächtiger | ισχυρότερος (θηλ: ισχυρότερη, ουδ: ισχυρότερο)  |
33 | am mächtigsten | ο ισχυρότερος (θηλ: η ισχυρότερη, ουδ: το ισχυρότερο)  |