|
| Deutsch | Griechisch |
1 | gut  | καλός (θηλ: καλή, ουδ: καλό)  |
2 | besser  | καλύτερος (θηλ: καλύτερη, ουδ: καλύτερο)  |
3 | am besten  | ο πιο καλός (θηλ: η πιο καλή, ουδ: το πιο καλό)  |
4 | schlecht  | κακός (θηλ: κακή, ουδ: κακό)  |
5 | schlechter  | χειρότερος (θηλ: χειρότερη, ουδ: χειρότερο)  |
6 | am schlechtesten  | χείριστος (θηλ: χείριστη, ουδ: χείριστο)  |
7 | groß  | μεγάλος (θηλ: μεγάλη, ουδ: μεγάλο)  |
8 | größer  | μεγαλύτερος (θηλ: μεγαλύτερη, ουδ: μεγαλύτερο)  |
9 | am größten  | μέγιστος (θηλ: μέγιστη, ουδ: μέγιστο)  |
10 | klein  | μικρός (θηλ: μικρή, ουδ: μικρό)  |
11 | kleiner  | μικρότερος (θηλ: μικρότερη, ουδ: μικρότερο)  |
12 | am kleinsten  | ο πιο μικρός (θηλ: η πιο μικρή, ουδ: το πιο μικρό)  |
13 | am allerkleinsten  | ο πιο μικροσκοπικός (θηλ: η πιο μικροσκοπική, ουδ: το πιο μικροσκοπικό)  |
14 | die allerkleinste Maus  | το πιο μικροσκοπικό ποντίκι  |
|