|
| Deutsch | Griechisch |
1 | er liest manchmal ein Buch  | αυτός διαβάζει μερικές φορές ένα βιβλίο  |
2 | er geht ab und zu ins Kino  | αυτός πηγαίνει πού και πού στον κινηματογράφο  |
3 | er isst fast täglich einen Schokoriegel  | αυτός τρώει σχεδόν καθημερινά μια μπάρα σοκολάτας  |
4 | er geht zweimal die Woche zum Handballtraining | αυτός πηγαίνει δύο φορές την βδομάδα στην προπόνηση του χάντμπολ  |
5 | er streitet sich dauernd mit seinem Bruder  | αυτός συνεχίζει να μαλώνει με τον αδερφό του  |
6 | er verliert immer wieder sein Handy  | αυτός χάνει συνεχώς το κινητό του  |
7 | er trinkt fast nie Kaffee  | αυτός δεν πίνει σχεδόν ποτέ καφέ  |
8 | er telefoniert jeden Tag mit seiner Freundin  | αυτός μιλάει στο τηλέφωνο με την φίλη του κάθε μέρα  |
9 | er übt täglich Klavier  | αυτός εξασκείται στο πιάνο καθημερινά  |
10 | er ist nicht oft krank  | αυτός δεν είναι συχνα άρρωστος  |
11 | er geht ganz selten ins Restaurant  | αυτός πηγαίνει σπάνια σε εστιατόριο  |
12 | er bekommt jeden Monat 50 Euro Taschengeld  | αυτός παίρνει χαρτζιλίκι 50 ευρώ κάθε μήνα  |
13 | er rasiert sich alle zwei Tage  | αυτός ξυρίζεται κάθε δύο μέρες  |
14 | er hat einmal im Jahr Geburtstag - so wie alle Leute!  | αυτός έχει μια φορά τον χρόνο γενέθλια - όπως όλοι οι άνθρωποι!  |
15 | er kann keine Kritik ertragen  | αυτός δεν ανέχεται την κριτική  |
16 | er wird oft wütend  | αυτός νευριάζει συχνά  |
17 | er geht immer sehr spät ins Bett  | αυτός πηγαίνει πάντα πολύ αργά για ύπνο  |
18 | er will immer der Beste sein  | αύτος θέλει να είναι πάντα ο καλύτερος  |
19 | er ärgert sich oft über sich selbst  | αυτός τσαντίζεται με τον εαυτό του συχνά  |
20 | er weiß noch nicht, was er mal werden will  | αυτός δεν ξέρει ακόμα τι θέλει να γίνει |
|