|
| Deutsch | Griechisch |
1 | ich habe einen Bandscheibenvorfall | έχω κήλη του πηκτοειδούς πυρήνα |
2 | ich habe Osteoporose | έχω οστεοπόρωση |
3 | ich habe Übergewicht | είμαι υπέρβαρος (θηλ.: υπέρβαρη) |
4 | ich bin magersüchtig | είμαι ανορεκτικός (θηλ.: ανορεκτική) |
5 | ich bin zu dick | είμαι πολύ χοντρός (θηλ.: χοντρή) |
6 | sie ist zu groß | αυτή είναι πολύ ψηλή |
7 | du bist zu dünn | εσύ είσαι πολυ λεπτός |
8 | er ist zu klein | αυτός είναι πολύ κοντός |
9 | ich bin allergisch auf Blütenstaub | είμαι αλλεργικός στη γύρη |
10 | ich habe eine Nahrungsmittelallergie | έχω τροφική αλλεργία |
11 | ich bin Diabetiker | είμαι διαβητικός (θηλ.: διαβητική) |
12 | ich hatte einen Herzinfarkt | έχω πάθει έμφραγμα του μυοκαρδίου |
13 | ich hatte einen Schlaganfall | είχα ένα εγκεφαλικό επεισόδιο |
14 | ich bin teilweise gelähmt | είμαι εν μέρει παράλυτος (θηλ.: παράλυτη) |
15 | ich bin fast blind | είμαι σχεδόν τυφλός (θηλ.: τυφλή) |
16 | ich bin fast taub | είμαι σχεδόν κουφός (θηλ.: κουφή) |
17 | ich bin pflegebedürftig | έχω ανάγκη από μόνιμη περίθαλψη |
18 | er liegt im Koma | αυτός βρίσκεται σε κόμα |
19 | er liegt im Sterben | αυτός είναι ετοιμοθάνατος (θηλ.: ετοιμοθάνατη) |
20 | mein Blutdruck ist zu hoch | η πίεση μου είναι υψηλή |
21 | ich muss täglich viele Medikamente nehmen | πρέπει να παίρνω καθημερινά πολλά φάρμακα |
22 | ich muss alle drei Tage zur Dialyse | πρέπει να κάνω αιμοκάθαρση κάθε τρεις μέρες |
23 | ich bin Alkoholiker | είμαι αλκοολικός (θηλ.: αλκοολική ) |
24 | ich bin drogensüchtig | είμαι εθισμένος στα ναρκωτικά |
25 | er bekommt Morphium gegen die Schmerzen | παίρνει μορφίνη για τον πόνο |
|