Einloggen oder kostenlos Anmelden

Willst du Griechisch lernen?
θέλεις να μάθεις ελληνικά;    ls

Über 500 Kapitel mit Wörtern und Sätzen,
mehr als 40 Lernspiele, viele Rätsel und Aufgaben: Das Lernen wird so niemals langweilig.

Kapitelbild
Hier siehst du ein Kapitel zum Thema: Menschen
Dieses Kapitel heißt: Eigenschaften von Menschen - Charakter: Adjektive Teil 1
 
DeutschGriechisch
1liebαγαπητός (θηλ: αγαπητή, ουδ: αγαπητό) ls
2nettευχάριστος (θηλ: ευχάριστη, ουδ: ευχάριστο) ls
3freundlichευγενικός (θηλ: ευγενική, ουδ: ευγενικό) ls
4zuvorkommendεξυπηρετικός (θηλ: εξυπηρετική, ουδ: εξυπηρετικό) ls
5angepasstπροσαρμοσμένος (θηλ: προσαρμοσμένη, ουδ: προσαρμοσμένο) ls
6liebenswertαξιαγάπητος (θηλ: αξιαγάπητη, ουδ: αξιαγάπητο) ls
7charakterstarkδυναμικός (θηλ: δυναμική, ουδ: δυναμικό) ls
8intelligentέξυπνος (θηλ: έξυπνη, ουδ: έξυπνο) ls
9gescheitσυνετός (θηλ: συνετή, ουδ: συνετό) ls
10dummχαζός (θηλ: χαζή, ουδ: χαζό) ls
11beschränktστενοκέφαλος (θηλ: στενοκέφαλη, ουδ: στενοκέφαλο) ls
12blödeηλίθιος (θηλ: ηλίθια, ουδ: ηλίθιο) ls
13langweiligβαρετός (θηλ: βαρετή, ουδ: βαρετό) ls
14interessantενδιαφέρον (θηλ: ενδιαφέρουσα, ουδ: ενδιαφέρον) ls
15interessiertενδιαφερόμενος (θηλ: ενδιαφερόμενη, ουδ: ενδιαφερόμενο)
16redegewandtεύγλωττος (θηλ: εύγλωττη, ουδ: εύγλωττο) ls
17hinterhältigύπουλος (θηλ: ύπουλη, ουδ: ύπουλο)
18treuπιστός (θηλ: πιστή, ουδ: πιστό) ls
19untreuάπιστος (θηλ: άπιστη, ουδ: άπιστο) ls
20vertrauenerweckendεύπιστος (θηλ: εύπιστη, ουδ: εύπιστο)
21grobχοντρικός (θηλ: χοντρική, ουδ: χοντρικό) ls
22hilfsbereitεξυπηρετικός (θηλ: εξυπηρετική, ουδ: εξυπηρετικό) ls
23scheuσυνεσταλμένος (θηλ: συνεσταλμένη, ουδ: συνεσταλμένο) ls
24steifάκαμπτος (θηλ: άκαμπτη, ουδ: άκαμπτο) ls
25verklemmtκομπλεξικός (θηλ: κομπλεξική, ουδ: κομπλεξικό) ls
26gehemmtανεσταλμένος (θηλ: ανεσταλμένη, ουδ: ανεσταλμένο) ls
27schüchternντροπαλός (θηλ: ντροπαλή, ουδ: ντροπαλό) ls
28aggressivεπιθετικός (θηλ: επιθετική, ουδ: επιθετικό) ls
29zurückhaltendσυγκρατημένος (θηλ: συγκρατημένη, ουδ: συγκρατημένο) ls
30labilασταθής (θηλ: ασταθής, ουδ: ασταθές) ls
31loyalπιστός (θηλ: πιστή, ουδ: πιστό) ls
32stabilγερός (θηλ: γερή, ουδ: γερό) ls
33frohχαρούμενος (θηλ: χαρούμενη, ουδ: χαρούμενο) ls
34vergnügtεύθυμος (θηλ: εύθυμη, ουδ: εύθυμο)
35eigensinnigξεροκέφαλος (θηλ: ξεροκέφαλη, ουδ: ξεροκέφαλο) ls
36sturπεισματάρης (θηλ: πεισματάρα, ουδ: πεισματάρικο) ls
37rechthaberischισχυρογνώμονας (θηλ: ισχυρογνώμων, ουδ: ισχυρογνώμον) ls
1
lieb
αγαπητός (θηλ: αγαπητή, ουδ: αγαπητό) ls
2
nett
ευχάριστος (θηλ: ευχάριστη, ουδ: ευχάριστο) ls
3
freundlich
ευγενικός (θηλ: ευγενική, ουδ: ευγενικό) ls
4
zuvorkommend
εξυπηρετικός (θηλ: εξυπηρετική, ουδ: εξυπηρετικό) ls
5
angepasst
προσαρμοσμένος (θηλ: προσαρμοσμένη, ουδ: προσαρμοσμένο) ls
6
liebenswert
αξιαγάπητος (θηλ: αξιαγάπητη, ουδ: αξιαγάπητο) ls
7
charakterstark
δυναμικός (θηλ: δυναμική, ουδ: δυναμικό) ls
8
intelligent
έξυπνος (θηλ: έξυπνη, ουδ: έξυπνο) ls
9
gescheit
συνετός (θηλ: συνετή, ουδ: συνετό) ls
10
dumm
χαζός (θηλ: χαζή, ουδ: χαζό) ls
11
beschränkt
στενοκέφαλος (θηλ: στενοκέφαλη, ουδ: στενοκέφαλο) ls
12
blöde
ηλίθιος (θηλ: ηλίθια, ουδ: ηλίθιο) ls
13
langweilig
βαρετός (θηλ: βαρετή, ουδ: βαρετό) ls
14
interessant
ενδιαφέρον (θηλ: ενδιαφέρουσα, ουδ: ενδιαφέρον) ls
15
interessiert
ενδιαφερόμενος (θηλ: ενδιαφερόμενη, ουδ: ενδιαφερόμενο)
16
redegewandt
εύγλωττος (θηλ: εύγλωττη, ουδ: εύγλωττο) ls
17
hinterhältig
ύπουλος (θηλ: ύπουλη, ουδ: ύπουλο)
18
treu
πιστός (θηλ: πιστή, ουδ: πιστό) ls
19
untreu
άπιστος (θηλ: άπιστη, ουδ: άπιστο) ls
20
vertrauenerweckend
εύπιστος (θηλ: εύπιστη, ουδ: εύπιστο)
21
grob
χοντρικός (θηλ: χοντρική, ουδ: χοντρικό) ls
22
hilfsbereit
εξυπηρετικός (θηλ: εξυπηρετική, ουδ: εξυπηρετικό) ls
23
scheu
συνεσταλμένος (θηλ: συνεσταλμένη, ουδ: συνεσταλμένο) ls
24
steif
άκαμπτος (θηλ: άκαμπτη, ουδ: άκαμπτο) ls
25
verklemmt
κομπλεξικός (θηλ: κομπλεξική, ουδ: κομπλεξικό) ls
26
gehemmt
ανεσταλμένος (θηλ: ανεσταλμένη, ουδ: ανεσταλμένο) ls
27
schüchtern
ντροπαλός (θηλ: ντροπαλή, ουδ: ντροπαλό) ls
28
aggressiv
επιθετικός (θηλ: επιθετική, ουδ: επιθετικό) ls
29
zurückhaltend
συγκρατημένος (θηλ: συγκρατημένη, ουδ: συγκρατημένο) ls
30
labil
ασταθής (θηλ: ασταθής, ουδ: ασταθές) ls
31
loyal
πιστός (θηλ: πιστή, ουδ: πιστό) ls
32
stabil
γερός (θηλ: γερή, ουδ: γερό) ls
33
froh
χαρούμενος (θηλ: χαρούμενη, ουδ: χαρούμενο) ls
34
vergnügt
εύθυμος (θηλ: εύθυμη, ουδ: εύθυμο)
35
eigensinnig
ξεροκέφαλος (θηλ: ξεροκέφαλη, ουδ: ξεροκέφαλο) ls
36
stur
πεισματάρης (θηλ: πεισματάρα, ουδ: πεισματάρικο) ls
37
rechthaberisch
ισχυρογνώμονας (θηλ: ισχυρογνώμων, ουδ: ισχυρογνώμον) ls
Willst du diese Wörter lernen?
(Um die Wörter lernen zu können, musst du Langdog Cookies erlauben)
 
Anmelden
AvatarUser