1
lieb
αγαπητός (θηλ: αγαπητή, ουδ: αγαπητό)
2
nett
ευχάριστος (θηλ: ευχάριστη, ουδ: ευχάριστο)
3
freundlich
ευγενικός (θηλ: ευγενική, ουδ: ευγενικό)
4
zuvorkommend
εξυπηρετικός (θηλ: εξυπηρετική, ουδ: εξυπηρετικό)
5
angepasst
προσαρμοσμένος (θηλ: προσαρμοσμένη, ουδ: προσαρμοσμένο)
6
liebenswert
αξιαγάπητος (θηλ: αξιαγάπητη, ουδ: αξιαγάπητο)
7
charakterstark
δυναμικός (θηλ: δυναμική, ουδ: δυναμικό)
8
intelligent
έξυπνος (θηλ: έξυπνη, ουδ: έξυπνο)
9
gescheit
συνετός (θηλ: συνετή, ουδ: συνετό)
10
dumm
χαζός (θηλ: χαζή, ουδ: χαζό)
11
beschränkt
στενοκέφαλος (θηλ: στενοκέφαλη, ουδ: στενοκέφαλο)
12
blöde
ηλίθιος (θηλ: ηλίθια, ουδ: ηλίθιο)
13
langweilig
βαρετός (θηλ: βαρετή, ουδ: βαρετό)
14
interessant
ενδιαφέρον (θηλ: ενδιαφέρουσα, ουδ: ενδιαφέρον)
15
interessiert
ενδιαφερόμενος (θηλ: ενδιαφερόμενη, ουδ: ενδιαφερόμενο)
16
redegewandt
εύγλωττος (θηλ: εύγλωττη, ουδ: εύγλωττο)
17
hinterhältig
ύπουλος (θηλ: ύπουλη, ουδ: ύπουλο)
18
treu
πιστός (θηλ: πιστή, ουδ: πιστό)
19
untreu
άπιστος (θηλ: άπιστη, ουδ: άπιστο)
20
vertrauenerweckend
εύπιστος (θηλ: εύπιστη, ουδ: εύπιστο)
21
grob
χοντρικός (θηλ: χοντρική, ουδ: χοντρικό)
22
hilfsbereit
εξυπηρετικός (θηλ: εξυπηρετική, ουδ: εξυπηρετικό)
23
scheu
συνεσταλμένος (θηλ: συνεσταλμένη, ουδ: συνεσταλμένο)
24
steif
άκαμπτος (θηλ: άκαμπτη, ουδ: άκαμπτο)
25
verklemmt
κομπλεξικός (θηλ: κομπλεξική, ουδ: κομπλεξικό)
26
gehemmt
ανεσταλμένος (θηλ: ανεσταλμένη, ουδ: ανεσταλμένο)
27
schüchtern
ντροπαλός (θηλ: ντροπαλή, ουδ: ντροπαλό)
28
aggressiv
επιθετικός (θηλ: επιθετική, ουδ: επιθετικό)
29
zurückhaltend
συγκρατημένος (θηλ: συγκρατημένη, ουδ: συγκρατημένο)
30
labil
ασταθής (θηλ: ασταθής, ουδ: ασταθές)
31
loyal
πιστός (θηλ: πιστή, ουδ: πιστό)
32
stabil
γερός (θηλ: γερή, ουδ: γερό)
33
froh
χαρούμενος (θηλ: χαρούμενη, ουδ: χαρούμενο)
34
vergnügt
εύθυμος (θηλ: εύθυμη, ουδ: εύθυμο)
35
eigensinnig
ξεροκέφαλος (θηλ: ξεροκέφαλη, ουδ: ξεροκέφαλο)
36
stur
πεισματάρης (θηλ: πεισματάρα, ουδ: πεισματάρικο)
37
rechthaberisch
ισχυρογνώμονας (θηλ: ισχυρογνώμων, ουδ: ισχυρογνώμον)