|
| Griechisch | Deutsch |
1 | λερωμένος (θηλ: λερωμένη, ουδ: λερωμένο) | verschmutzt |
2 | βρόμικος (θηλ: βρόμικη, ουδ: βρόμικο) | dreckig |
3 | καθαρός (θηλ: καθαρή, ουδ: καθαρό) | sauber |
4 | σκισμένος (θηλ: σκισμένη, ουδ: σκισμένο) | zerrissen |
5 | σπασμένο (θηλ: σπασμένη, ουδ: σπασμένο ) | zerbrochen |
6 | κατεστραμμένος (θηλ: κατεστραμμένη, ουδ: κατεστραμμένο) | zerstört |
7 | τετράγωνος (θηλ: τετράγωνη, ουδ: τετράγωνο) | viereckig |
8 | τρίγωνος (θηλ: τρίγωνη, ουδ: τρίγωνο) | dreieckig |
9 | τετραγωνκός (θηλ: τετραγωνκή, ουδ: τετραγωνκό) | quadratisch |
10 | γυμνός (θηλ: γυμνή, ουδ: γυμνό) | nackt |
11 | τεράστιος (θηλ: τεράστια, ουδ: τεράστιο) | riesig |
12 | γιγαντιαίος (θηλ: γιγαντιαία, ουδ: γιγαντιαίο) | gigantisch |
13 | μικροσκοπικός (θηλ: μικροσκοπική, ουδ: μικροσκοπικό) | winzig |
14 | διαφανής (θηλ: διαφανής, ουδ: διαφανές) | durchsichtig |
15 | αδιαφανής (θηλ: αδιαφανής, ουδ: αδιαφανές) | undurchsichtig |
16 | πλεκτός (θηλ: πλεκτή, ουδ: πλεκτό) | gestrickt |
17 | ραμμένος (θηλ: ραμμένη, ουδ: ραμμένο) | genäht |
18 | πλεκτός (με βελονάκι) (θηλ: πλεκτή, ουδ: πλεκτό) | gehäkelt |
19 | μπαλωμένος (θηλ: μπαλωμένη, ουδ: μπαλωμένο) | geflickt |
20 | επισκευαμένος (θηλ: επισκευαμένη, ουδ: επισκευαμένο) | repariert |
21 | καινούργιος (θηλ: καινούργια, ουδ: καινούργιο) | neu |
22 | ολοκαίνουργιος (θηλ: ολοκαίνουργια, ουδ: ολοκαίνουργιο) | nagelneu |
23 | σαν καινούργιος (θηλ: σαν καινούργια, ουδ: σαν καινούργιο) | wie neu |
24 | μεγάλος (θηλ: μεγάλη, ουδ: μεγάλο) | alt |
25 | παμπάλαιος (θηλ: παμπάλαια, ουδ: παμπάλαιο) | uralt |
26 | λεκιασμένος (θηλ: λεκιασμένη, ουδ: λεκιασμένο) | fleckig |
27 | βαρετός (θηλ: βαρετή, ουδ: βαρετό) | langweilig |
28 | επικαλυμμένος (θηλ: επικαλυμμένη, ουδ: επικαλυμμένο) | beschichtet |
29 | λαμπερός (θηλ: λαμπερή, ουδ: λαμπερό) | strahlend |
30 | φρέσκος (θηλ: φρέσκια, ουδ: φρέσκο) | frisch |
|