|
| Griechisch | Deutsch |
1 | χαδιάρης (θηλ: χαδιάρα, ουδ: χαδιάρικο) | verschmust (wenn man gerne schmust) |
2 | στοργικός (θηλ: στοργική, ουδ: στοργικό) | liebevoll |
3 | σκληρός (θηλ: σκληρή, ουδ: σκληρό) | hart |
4 | στυφός (θηλ: στυφή, ουδ: στυφό) | herb |
5 | αγενής (θηλ: αγενής, ουδ: αγενές) | unfreundlich |
6 | δειλός (θηλ: δειλή, ουδ: δειλό) | feige |
7 | γενναίος (θηλ: γενναία, ουδ: γενναίο) | mutig |
8 | θαρραλέος (θηλ: θαρραλέα, ουδ: θαρραλέο) | tapfer |
9 | λυπημένος (θηλ: λυπημένη, ουδ: λυπημένο) | traurig |
10 | θρασύς (θηλ: θρασεία, ουδ: θρασύ) | frech |
11 | μετριόφρονας (θηλ: μετριόφρων, ουδ: μετριόφρον) | bescheiden |
12 | φρόνιμος (θηλ: φρόνιμη, ουδ: φρόνιμο) | artig |
13 | ανάγωγος (θηλ: ανάγωγη, ουδ: ανάγωγο) | ungezogen |
14 | μελαγχολικός (θηλ: μελαγχολική, ουδ: μελαγχολικό) | melancholisch |
15 | τυραννικός (θηλ: τυραννική, ουδ: τυραννικό) | tyrannisch |
16 | καθοριστικός (θηλ: καθοριστική, ουδ: καθοριστικό) | bestimmend |
17 | κακοδιάθετος (θηλ: κακοδιάθετη, ουδ: κακοδιάθετο) | verstimmt |
18 | προσβεβλημένος (θηλ: προσβεβλημένη, ουδ: προσβεβλημένο) | beleidigt |
19 | πληγμένος (θηλ: πληγμένη, ουδ: πληγμένο) | gekränkt |
20 | γεμάτος ευφορία (θηλ: γεμάτη ευφορία, ουδ: γεμάτο ευφορία) | euphorisch |
21 | δυνατός (θηλ: δυνατή, ουδ: δυνατό) | stark |
22 | αδύναμος (θηλ: αδύναμη, ουδ: αδύναμο) | schwach |
23 | επιδέξιος (θηλ: επιδέξια, ουδ: επιδέξιο) | geschickt |
24 | αδέξιος (θηλ: αδέξια, ουδ: αδέξιο) | ungeschickt |
25 | τετραπέρατος (θηλ: τετραπέρατη, ουδ: τετραπέρατο) | pfiffig |
26 | έμπειρος (θηλ: έμπειρη, ουδ: έμπειρο) | routiniert |
27 | κοινωνικός (θηλ: κοινωνική, ουδ: κοινωνικό) | gesellig |
28 | κοινωνικός (θηλ: κοινωνική, ουδ: κοινωνικό) | kontaktfreudig |
29 | προσιτός (θηλ: προσιτή, ουδ: προσιτό) | umgänglich |
30 | ανοιχτός (θηλ: ανοιχτή, ουδ: ανοιχτό) | aufgeschlossen |
31 | ανοιχτοχέρης (θηλ: ανοιχτοχέρα, ουδ: ανοιχτοχέρικο) | freigebig |
32 | τσιγγούνης (θηλ: τσιγγούνα, ουδ: τσιγγούνικο) | geizig |
33 | σέξι (θηλ: σέξι, ουδ: σέξι) | sexy |
34 | ελκυστικός (θηλ: ελκυστική, ουδ: ελκυστικό) | attraktiv |
35 | ευσεβής (θηλ: ευσεβής , ουδ: ευσεβές) | fromm |
36 | χαρούμενος (θηλ: χαρούμενη, ουδ: χαρούμενο) | fröhlich |
37 | ελεύθερος (θηλ: ελεύθερη, ουδ: ελεύθερο) | frei |
38 | ήσυχος (θηλ: ήσυχη, ουδ: ήσυχο) | leise |
39 | θορυβώδης (θηλ: θορυβώδης, ουδ: θορυβώδες) | laut |
40 | σιωπηλός (θηλ: σιωπηλή, ουδ: σιωπηλό) | stumm |
41 | κουφός (θηλ: κουφή, ουδ: κουφό) | taub |
42 | βαρήκοος (θηλ: βαρήκοη, ουδ: βαρήκοο) | schwerhörig |
43 | τυφλός (θηλ: τυφλή, ουδ: τυφλό) | blind |
44 | άρρωστος (θηλ: άρρωστη, ουδ: άρρωστο) | krank |
45 | υγιής (θηλ: υγιής, ουδ: υγιές) | gesund |
46 | εργατικός (θηλ: εργατική, ουδ: εργατικό) | fleißig |
47 | ικανός (θηλ: ικανή, ουδ: ικανό) | tüchtig |
48 | τεμπέλης (θηλ: τεμπέλα, ουδ: τεμπέλικο) | faul |
|