|
| Griechisch | Deutsch |
1 | εγώ φταίω που το αυτοκινητό του είναι χαλασμένο | ich bin schuld daran, dass sein Auto kaputt ist |
2 | αυτό είναι δικό μου λάθος | das ist meine Schuld |
3 | ο οδηγός φταίει | der Autofahrer ist schuld |
4 | ο πεζός δεν φταίει | der Fußgänger ist nicht schuld |
5 | ο κατηγορούμενος είναι ένοχος | der Angeklagte ist schuldig |
6 | ο κατηγορούμενος είναι αθώος | die Angeklagte ist unschuldig |
7 | ρίχνω το φταίξιμο σε κάτι | die Schuld auf etwas schieben |
8 | ρίχνω το φταίξιμο σε κάποιον | jemandem die Schuld geben |
9 | απαλλάσω κάποιον από την ευθύνη | jemanden von der Schuld freisprechen |
|