|
| Griechisch | Deutsch |
1 | ο οποίος, η οποία, το οποίο (αναφορική αντωνυμία) | der, die, das (Relativpronomen Singular Nominativ) |
2 | ο άντρας που στέκεται εκεί στη στάση του λεωφορείου μένει δίπλα μου | der Mann, der dort an der Haltestelle steht, wohnt neben mir |
3 | η γυναίκα που μιλάει με τον πωλητή είναι η γειτόνισσα μου | die Frau, die gerade mit dem Verkäufer redet, ist meine Nachbarin |
4 | το παιδί που παίζει τόσο όμορφα στο σκάμμα αυτή τη στιγμή πηγαίνει στο νηπιαγωγείο με τον γιο μου | das Kind, das gerade so nett im Sandkasten spielt, geht mit meinem Sohn in den Kindergarten |
5 | του οποίου, της οποίας, του οποίου | dessen, deren, dessen (Relativpronomen Singular Genitiv) |
6 | ο άντρας, του οποίου τα παιδιά είναι όλα κοκκινομάλλα, είναι Ιρλανδός | der Mann, dessen Kinder alle rothaarig sind, ist Ire |
7 | η γυναίκα, της οποίας ο άντρας πέθανε, είναι πλέον χήρα | die Frau, deren Mann gestorben ist, ist nun Witwe |
8 | το παιδί, του οποίου το παντελόνι σκίστηκε, κλαίει πολύ | das Kind, dessen Hose zerrissen ist, weint sehr |
9 | με τον / στον οποίο, με την / στην οποία, με το / στο οποίο | dem, der, dem (Relativpronomen Singular Dativ) |
10 | ο άντρας, με τον οποίο μόλις μίλησα, είναι συνάδελφός μου | der Mann, mit dem ich gerade gesprochen habe, ist mein Kollege |
11 | η γυναίκα, στην οποία μόλις ευχήθηκα, είχε τα γενέθλιά της χθες | die Frau, der ich gerade gratuliert habe, hatte gestern Geburtstag |
12 | το παιδί, με το οποίο πριν έπαιζα, έχει έναν δίδυμο αδερφό | das Kind, mit dem ich vorher gespielt habe, hat einen Zwillingsbruder |
13 | τον οποίο, την οποία, το οποίο | den, die, das (Relativpronomen Singular Akkusativ) |
14 | ο άντρας, τον οποίο μόλις είδες, είναι διάσημος | der Mann, den du gerade gesehen hast, ist berühmt |
15 | η γυναίκα, την οποία παντρεύτηκε, είναι από τη Φινλανδία | die Frau, die er geheiratet hat, kommt aus Finnland |
16 | το παιδί, το οποίο μόλις ο γιατρός εξέτασε, ζυγίζει πάρα πολύ για το μέγεθός του | das Kind, das der Arzt gerade untersucht hat, wiegt viel zu viel für seine Größe |
17 | οι οποίοι, οι οποίες, τα οποία | die, die, die (Relativpronomen Plural Nominativ) |
18 | δεν υπάρχουν πολλοί άντρες που μπορούν να πλέκουν | es gibt nicht viele Männer, die stricken können |
19 | δεν υπάρχουν πολλές γυναίκες που τους αρέσει η πυγμαχία | es gibt nicht viele Frauen, die gerne boxen |
20 | δεν υπάρχουν πολλά παιδιά που δεν τους αρέσει η σοκολάτα | es gibt nicht viele Kinder, die keine Schokolade mögen |
21 | των οποίων, των οποίων, των οποίων | deren, deren, deren (Relativpronomen Plural Genitiv) |
22 | υπάρχουν πολλοί άντρες, των οποίων οι γυναίκες μαγειρεύουν ευχαρίστως | es gibt viele Männer, deren Frauen gerne kochen |
23 | υπάρχουν πολλές γυναίκες, των οποίων οι σύζυγοι οδηγούν ευχαρίστως | es gibt viele Frauen, deren Männer gerne Auto fahren |
24 | υπάρχουν πολλά παιδιά, των οποίων οι γονείς τους αρέσει να παίζουν μαζί τους | es gibt viele Kinder, deren Eltern gerne mit ihnen spielen |
25 | με τους/στους οποίους, με τις/στις οποίες, με τα/στα οποία | denen, denen, denen (Relativpronomen Plural Dativ) |
26 | υπάρχουν μερικοί άντρες, στους οποίους έχω δωρίσει ένα ζευγάρι κάλτσες | es gibt einige Männer, denen ich schon ein Paar Socken geschenkt habe |
27 | υπάρχουν μερικές γυναίκες, με τις οποίες έχω πάει διακοπές | es gibt einige Frauen, mit denen ich schon im Urlaub war |
28 | υπάρχουν κάποια παιδιά, με τα οποία τσακώνομαι πάντα | es gibt einige Kinder, mit denen ich immer Streit habe |
29 | τους οποίους, τις οποίες, τα οποία | die, die, die (Relativpronomen Plural Akkusativ) |
30 | όλοι οι άντρες που αγαπάω είναι νεότεροι από εμένα | alle Männer, die ich liebe, sind jünger als ich |
31 | όλες οι γυναίκες που ξέρω είναι παντρεμένες | alle Frauen, die ich kenne, sind verheiratet |
32 | σχεδόν όλα τα παιδιά που είδα εκεί είναι υποσιτισμένα | fast alle Kinder, die ich dort gesehen habe, sind unterernährt |
|