|
| Griechisch | Deutsch |
1 | ικανός (θηλ: ικανή, ουδ: ικανό) | fähig |
2 | ανίκανος (θηλ: ανίκανη ,ουδ:ανίκανο) | unfähig |
3 | υπομονετικός (θηλ: υπομονετική, ουδ: υπομονετικό) | geduldig |
4 | ανυπόμονος (θηλ: ανυπόμονη, ουδ: ανυπόμονο) | ungeduldig |
5 | ευχάριστος (θηλ: ευχάριστη, ουδ: ευχάριστο) | angenehm |
6 | δυσάρεστος (θηλ: δυσάρεστη, ουδ: δυσάρεστο) | unangenehm |
7 | διαφανής (θηλ: διαφανής, ουδ: διαφανές) | durchsichtig |
8 | αδιαφανής (θηλ: αδιαφανής, ουδ: αδιαφανές) | undurchsichtig |
9 | περιττός (θηλ: περιττή, ουδ: περιττό) | entbehrlich |
10 | απαραίτητος (θηλ: απαραίτητη, ουδ: απαραίτητο) | unentbehrlich |
11 | επιθυμητός (θηλ: επιθυμητή, ουδ: επιθυμητό) | erwünscht |
12 | ανεπιθύμητος (θηλ: ανεπιθύμητη, ουδ: ανεπιθύμητο) | unerwünscht |
13 | εύφορος (θηλ: εύφορη, ουδ: εύφορο) | fruchtbar |
14 | άκαρπος (θηλ: άκαρπη, ουδ: άκαρπο) | unfruchtbar |
15 | θεραπεύσιμος (θηλ: θεραπεύσιμη, ουδ: θεραπεύσιμο) | heilbar |
16 | ανίατος (θηλ: ανίατη, ουδ: ανίατο) | unheilbar |
17 | ήσυχος (θηλ: ήσυχη, ουδ: ήσυχο) | ruhig |
18 | ανήσυχος (θηλ: ανήσυχη, ουδ: ανήσυχο) | unruhig |
19 | πιστός (θηλ: πιστή, ουδ: πιστό) | treu |
20 | άπιστος (θηλ: άπιστη, ουδ: άπιστο) | untreu |
21 | ίσος (θηλ: ίση, ουδ: ίσο) | gleich |
22 | άνισος (θηλ: άνιση, ουδ: άνισο) | ungleich |
23 | ελεύθερος (θηλ: ελεύθερη, ουδ: ελεύθερο) | frei |
24 | ανελεύθερος (θηλ: ανελεύθερη, ουδ: ανελεύθερο) | unfrei |
25 | δημοφιλής (θηλ: δημοφιλής ουδ: δημοφιλές) | beliebt |
26 | μη δημοφιλής (θηλ: μη δημοφιλής, ουδ: μη δημοφιλές) | unbeliebt |
27 | ευχαριστημένος (θηλ: ευχαριστημένη, ουδ: ευχαριστημένο) | zufrieden |
28 | δυσαρεστημένος ( θηλ: δυσαρεστημένη,ουδ: δυσαρεστημένο) | unzufrieden |
29 | ευτυχής (θηλ: ευτυχής , ουδ: ευτυχής ) | glücklich |
30 | δυστυχής (θηλ: δυστυχής , ουδ: δυστυχές) | unglücklich |
31 | πιθανός (θηλ: πιθανή, ουδ: πιθανό) | möglich |
32 | αδύνατος (θηλ: αδύνατη, ουδ: αδύνατο) | unmöglich |
33 | δίκαιος (θηλ: δίκαιη, ουδ: δίκαιο) | gerecht |
34 | άδικος (θηλ: άδικη, ουδ: άδικο) | ungerecht |
|